πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γύψος οι γύψοι
      γενική του γύψου των γύψων
    αιτιατική τον γύψο τους γύψους
     κλητική γύψε γύψοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γύψος
Ανθρώπινο πόδι σε γύψο.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γύψος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γύψος αἱ γύψοι
      γενική τῆς γύψου τῶν γύψων
      δοτική τῇ γύψ ταῖς γύψοις
    αιτιατική τὴν γύψον τὰς γύψους
     κλητική ! γύψε γύψοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γύψω
γεν-δοτ τοῖν  γύψοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γύψος θηλυκό