παροπλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παροπλίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροπλίζω < παρά + αρχαία ελληνική ὁπλίζω < ὅπλον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾoˈpli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρο‐πλί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπαροπλίζω, αόρ.: παρόπλισα, παθ.φωνή: παροπλίζομαι, π.αόρ.: παροπλίστηκα, μτχ.π.π.: παροπλισμένος
- (ναυτικός όρος) αφαιρώ τον εξοπλισμό ενός πλοίου και το αποσύρω από την ενεργό δράση
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) αποσύρω από την ενεργό δράση ή λειτουργία κάποιο όχημα
- (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) αποσύρω από την ενεργό δράση ή υπηρεσία κάποιον υπάλληλο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παρά, οπλίζω και όπλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παροπλίζω | παρόπλιζα | θα παροπλίζω | να παροπλίζω | παροπλίζοντας | |
β' ενικ. | παροπλίζεις | παρόπλιζες | θα παροπλίζεις | να παροπλίζεις | παρόπλιζε | |
γ' ενικ. | παροπλίζει | παρόπλιζε | θα παροπλίζει | να παροπλίζει | ||
α' πληθ. | παροπλίζουμε | παροπλίζαμε | θα παροπλίζουμε | να παροπλίζουμε | ||
β' πληθ. | παροπλίζετε | παροπλίζατε | θα παροπλίζετε | να παροπλίζετε | παροπλίζετε | |
γ' πληθ. | παροπλίζουν(ε) | παρόπλιζαν παροπλίζαν(ε) |
θα παροπλίζουν(ε) | να παροπλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρόπλισα | θα παροπλίσω | να παροπλίσω | παροπλίσει | ||
β' ενικ. | παρόπλισες | θα παροπλίσεις | να παροπλίσεις | παρόπλισε | ||
γ' ενικ. | παρόπλισε | θα παροπλίσει | να παροπλίσει | |||
α' πληθ. | παροπλίσαμε | θα παροπλίσουμε | να παροπλίσουμε | |||
β' πληθ. | παροπλίσατε | θα παροπλίσετε | να παροπλίσετε | παροπλίστε | ||
γ' πληθ. | παρόπλισαν παροπλίσαν(ε) |
θα παροπλίσουν(ε) | να παροπλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παροπλίσει | είχα παροπλίσει | θα έχω παροπλίσει | να έχω παροπλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παροπλίσει | είχες παροπλίσει | θα έχεις παροπλίσει | να έχεις παροπλίσει | έχε παροπλισμένο | |
γ' ενικ. | έχει παροπλίσει | είχε παροπλίσει | θα έχει παροπλίσει | να έχει παροπλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παροπλίσει | είχαμε παροπλίσει | θα έχουμε παροπλίσει | να έχουμε παροπλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παροπλίσει | είχατε παροπλίσει | θα έχετε παροπλίσει | να έχετε παροπλίσει | έχετε παροπλισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν παροπλίσει | είχαν παροπλίσει | θα έχουν παροπλίσει | να έχουν παροπλίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παροπλισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παροπλισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παροπλισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παροπλισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παροπλίζομαι | παροπλιζόμουν(α) | θα παροπλίζομαι | να παροπλίζομαι | ||
β' ενικ. | παροπλίζεσαι | παροπλιζόσουν(α) | θα παροπλίζεσαι | να παροπλίζεσαι | ||
γ' ενικ. | παροπλίζεται | παροπλιζόταν(ε) | θα παροπλίζεται | να παροπλίζεται | ||
α' πληθ. | παροπλιζόμαστε | παροπλιζόμαστε παροπλιζόμασταν |
θα παροπλιζόμαστε | να παροπλιζόμαστε | ||
β' πληθ. | παροπλίζεστε | παροπλιζόσαστε παροπλιζόσασταν |
θα παροπλίζεστε | να παροπλίζεστε | (παροπλίζεστε) | |
γ' πληθ. | παροπλίζονται | παροπλίζονταν παροπλιζόντουσαν |
θα παροπλίζονται | να παροπλίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παροπλίστηκα | θα παροπλιστώ | να παροπλιστώ | παροπλιστεί | ||
β' ενικ. | παροπλίστηκες | θα παροπλιστείς | να παροπλιστείς | παροπλίσου | ||
γ' ενικ. | παροπλίστηκε | θα παροπλιστεί | να παροπλιστεί | |||
α' πληθ. | παροπλιστήκαμε | θα παροπλιστούμε | να παροπλιστούμε | |||
β' πληθ. | παροπλιστήκατε | θα παροπλιστείτε | να παροπλιστείτε | παροπλιστείτε | ||
γ' πληθ. | παροπλίστηκαν παροπλιστήκαν(ε) |
θα παροπλιστούν(ε) | να παροπλιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παροπλιστεί | είχα παροπλιστεί | θα έχω παροπλιστεί | να έχω παροπλιστεί | παροπλισμένος | |
β' ενικ. | έχεις παροπλιστεί | είχες παροπλιστεί | θα έχεις παροπλιστεί | να έχεις παροπλιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει παροπλιστεί | είχε παροπλιστεί | θα έχει παροπλιστεί | να έχει παροπλιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παροπλιστεί | είχαμε παροπλιστεί | θα έχουμε παροπλιστεί | να έχουμε παροπλιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε παροπλιστεί | είχατε παροπλιστεί | θα έχετε παροπλιστεί | να έχετε παροπλιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παροπλιστεί | είχαν παροπλιστεί | θα έχουν παροπλιστεί | να έχουν παροπλιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παροπλισμένος - είμαστε, είστε, είναι παροπλισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παροπλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παροπλισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παροπλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παροπλισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παροπλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παροπλισμένοι |