Ετυμολογία

επεξεργασία

παροπλίζω, αόρ.: παρόπλισα, παθ.φωνή: παροπλίζομαι, π.αόρ.: παροπλίστηκα, μτχ.π.π.: παροπλισμένος

  1. (ναυτικός όρος) αφαιρώ τον εξοπλισμό ενός πλοίου και το αποσύρω από την ενεργό δράση
  2. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) αποσύρω από την ενεργό δράση ή λειτουργία κάποιο όχημα
  3. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) αποσύρω από την ενεργό δράση ή υπηρεσία κάποιον υπάλληλο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία