οπλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπλίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαοπλίζω, πρτ.: όπλιζα, στ.μέλλ.: θα οπλίσω, αόρ.: όπλισα, παθ.φωνή: οπλίζομαι, μτχ.π.π.: οπλισμένος
- δίνω όπλα σε κάποιον
- κάνω τις απαραίτητες ενέργειες σε έναν μηχανισμό που λειτουργεί με σκανδαλισμό ώστε να είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί άμεσα
- (μεταφορικά) δίνω σε κάποιον υλικά ή πνευματικά εφόδια ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικός
- (μεταφορικά) υποκινώ ή αναγκάζω έμμεσα κάποιον να χρησιμοποιήσει ένα όπλο
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οπλίζω | όπλιζα | θα οπλίζω | να οπλίζω | οπλίζοντας | |
β' ενικ. | οπλίζεις | όπλιζες | θα οπλίζεις | να οπλίζεις | όπλιζε | |
γ' ενικ. | οπλίζει | όπλιζε | θα οπλίζει | να οπλίζει | ||
α' πληθ. | οπλίζουμε | οπλίζαμε | θα οπλίζουμε | να οπλίζουμε | ||
β' πληθ. | οπλίζετε | οπλίζατε | θα οπλίζετε | να οπλίζετε | οπλίζετε | |
γ' πληθ. | οπλίζουν(ε) | όπλιζαν οπλίζαν(ε) |
θα οπλίζουν(ε) | να οπλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | όπλισα | θα οπλίσω | να οπλίσω | οπλίσει | ||
β' ενικ. | όπλισες | θα οπλίσεις | να οπλίσεις | όπλισε | ||
γ' ενικ. | όπλισε | θα οπλίσει | να οπλίσει | |||
α' πληθ. | οπλίσαμε | θα οπλίσουμε | να οπλίσουμε | |||
β' πληθ. | οπλίσατε | θα οπλίσετε | να οπλίσετε | οπλίστε | ||
γ' πληθ. | όπλισαν οπλίσαν(ε) |
θα οπλίσουν(ε) | να οπλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οπλίσει | είχα οπλίσει | θα έχω οπλίσει | να έχω οπλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις οπλίσει | είχες οπλίσει | θα έχεις οπλίσει | να έχεις οπλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει οπλίσει | είχε οπλίσει | θα έχει οπλίσει | να έχει οπλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οπλίσει | είχαμε οπλίσει | θα έχουμε οπλίσει | να έχουμε οπλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε οπλίσει | είχατε οπλίσει | θα έχετε οπλίσει | να έχετε οπλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οπλίσει | είχαν οπλίσει | θα έχουν οπλίσει | να έχουν οπλίσει |
|