Ετυμολογία

επεξεργασία
οπλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος οπλίζω

οπλίζομαι, πρτ.: οπλιζόμουν, στ.μέλλ.: θα οπλιστώ, αόρ.: οπλίστηκα, μτχ.π.π.: οπλισμένος

  1. οπλίζω τον εαυτό μου, παίρνω μαζί μου ένα όπλο για να το χρησιμοποιήσω, αν χρειαστεί
  2. (μεταφορικά)
    οπλίστηκε με υπομονή και θάρρος
  3. (για όπλα) με οπλίζουν
    ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος και καταλάβαμε ότι το πιστόλι οπλίστηκε

  Μεταφράσεις

επεξεργασία