αφοπλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφοπλίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀφοπλίζω < αρχαία ελληνική ἀφοπλίζομαι < ὁπλίζω < ὅπλον (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική désarmer)
Ρήμα
επεξεργασίααφοπλίζω (παθητική φωνή: αφοπλίζομαι)
- αφαιρώ από κάποιον τα όπλα
- περιορίζω τις στρατιωτικές δυνάμεις και τον οπλισμό ενός κράτους
- (κατ’ επέκταση) εξουδετερώνω
- (μεταφορικά) αποδυναμώνω τα επιχειρήματα κάποιου ή περιορίζω τη δυνατότητα να υπερασπίζει τις ενέργειές του
- (μεταφορικά) γοητεύω, κερδίζω τη συμπάθεια και την αποδοχή κάποιου ο οποίος έτρεφε αισθήματα εχθρικά συναισθήματα
Συγγενικά
επεξεργασία- αφόπλιση
- αφοπλισμένος
- αφοπλισμός
- αφοπλιστικά
- αφοπλιστικός
- → δείτε τις λέξεις οπλίζω και όπλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφοπλίζω | αφόπλιζα | θα αφοπλίζω | να αφοπλίζω | αφοπλίζοντας | |
β' ενικ. | αφοπλίζεις | αφόπλιζες | θα αφοπλίζεις | να αφοπλίζεις | αφόπλιζε | |
γ' ενικ. | αφοπλίζει | αφόπλιζε | θα αφοπλίζει | να αφοπλίζει | ||
α' πληθ. | αφοπλίζουμε | αφοπλίζαμε | θα αφοπλίζουμε | να αφοπλίζουμε | ||
β' πληθ. | αφοπλίζετε | αφοπλίζατε | θα αφοπλίζετε | να αφοπλίζετε | αφοπλίζετε | |
γ' πληθ. | αφοπλίζουν(ε) | αφόπλιζαν αφοπλίζαν(ε) |
θα αφοπλίζουν(ε) | να αφοπλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφόπλισα | θα αφοπλίσω | να αφοπλίσω | αφοπλίσει | ||
β' ενικ. | αφόπλισες | θα αφοπλίσεις | να αφοπλίσεις | αφόπλισε | ||
γ' ενικ. | αφόπλισε | θα αφοπλίσει | να αφοπλίσει | |||
α' πληθ. | αφοπλίσαμε | θα αφοπλίσουμε | να αφοπλίσουμε | |||
β' πληθ. | αφοπλίσατε | θα αφοπλίσετε | να αφοπλίσετε | αφοπλίστε | ||
γ' πληθ. | αφόπλισαν αφοπλίσαν(ε) |
θα αφοπλίσουν(ε) | να αφοπλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφοπλίσει | είχα αφοπλίσει | θα έχω αφοπλίσει | να έχω αφοπλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφοπλίσει | είχες αφοπλίσει | θα έχεις αφοπλίσει | να έχεις αφοπλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφοπλίσει | είχε αφοπλίσει | θα έχει αφοπλίσει | να έχει αφοπλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφοπλίσει | είχαμε αφοπλίσει | θα έχουμε αφοπλίσει | να έχουμε αφοπλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφοπλίσει | είχατε αφοπλίσει | θα έχετε αφοπλίσει | να έχετε αφοπλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφοπλίσει | είχαν αφοπλίσει | θα έχουν αφοπλίσει | να έχουν αφοπλίσει |
|