αφοπλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφοπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφοπλίζω
Μετοχή
επεξεργασίααφοπλισμένος
- άτομο ή μηχάνημα από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο οπλισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αφοπλισμένος
|