Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφοπλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφοπλισμέν
ος
η
αφοπλισμέν
η
το
αφοπλισμέν
ο
γενική
του
αφοπλισμέν
ου
της
αφοπλισμέν
ης
του
αφοπλισμέν
ου
αιτιατική
τον
αφοπλισμέν
ο
την
αφοπλισμέν
η
το
αφοπλισμέν
ο
κλητική
αφοπλισμέν
ε
αφοπλισμέν
η
αφοπλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφοπλισμέν
οι
οι
αφοπλισμέν
ες
τα
αφοπλισμέν
α
γενική
των
αφοπλισμέν
ων
των
αφοπλισμέν
ων
των
αφοπλισμέν
ων
αιτιατική
τους
αφοπλισμέν
ους
τις
αφοπλισμέν
ες
τα
αφοπλισμέν
α
κλητική
αφοπλισμέν
οι
αφοπλισμέν
ες
αφοπλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφοπλισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αφοπλίζω
Μετοχή
επεξεργασία
αφοπλισμένος
άτομο ή μηχάνημα από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο
οπλισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφοπλισμένος
γαλλικά
:
désarmé
(fr)