Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφοπλισμένος η αφοπλισμένη το αφοπλισμένο
      γενική του αφοπλισμένου της αφοπλισμένης του αφοπλισμένου
    αιτιατική τον αφοπλισμένο την αφοπλισμένη το αφοπλισμένο
     κλητική αφοπλισμένε αφοπλισμένη αφοπλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφοπλισμένοι οι αφοπλισμένες τα αφοπλισμένα
      γενική των αφοπλισμένων των αφοπλισμένων των αφοπλισμένων
    αιτιατική τους αφοπλισμένους τις αφοπλισμένες τα αφοπλισμένα
     κλητική αφοπλισμένοι αφοπλισμένες αφοπλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφοπλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αφοπλίζω

  Μετοχή επεξεργασία

αφοπλισμένος

  • άτομο ή μηχάνημα από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο οπλισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία