αφοπλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fo.pli.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐πλι‐στι‐κός
- παρώνυμο: εφοπλιστικός
Επίθετο
επεξεργασία
αφοπλιστικός, -ή, -ό
- που κατακτά τους άλλους με κάποια αρετή ή προσόν του, που σταματά με το προσόν αυτό οποιαδήποτε τάση του άλλου για αρνητική ή επιθετική συμπεριφορά, που γοητεύει[1]
- ⮡ Μ' αυτό το αφοπλιστικό χαμόγελο πώς μπορώ να τη μαλώσω; Τη συγχωρώ αμέσως.
- (κυριολεκτικά) ο σχετικός με τον αφοπλισμό[2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία- εξοπλιστικός (κυριολεκτικά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 αφοπλιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
(καταχωρίζεται ως μοναδική σημασία της λέξης).