ακρόβαθρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακρόβαθρο | τα | ακρόβαθρα |
γενική | του | ακρόβαθρου & ακροβάθρου |
των | ακρόβαθρων & ακροβάθρων |
αιτιατική | το | ακρόβαθρο | τα | ακρόβαθρα |
κλητική | ακρόβαθρο | ακρόβαθρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακρόβαθρο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) το ακριανό βάθρο στήριξης μιας γέφυρας
- ※ Τόσο η εξωτερική παρειά της λιθοδομής των ακροβάθρων όσο και οι θολίτες του κεντρικού τόξου είναι κατασκευασμένα από καλά λαξευμένους πώρινους δομόλιθους. (* enet.gr)