Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρόβαθρο τα ακρόβαθρα
      γενική του ακρόβαθρου
ακροβάθρου
των ακρόβαθρων
ακροβάθρων
    αιτιατική το ακρόβαθρο τα ακρόβαθρα
     κλητική ακρόβαθρο ακρόβαθρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρόβαθρο < ακρό- + βάθρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρόβαθρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία