δομόλιθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δομόλιθος | οι | δομόλιθοι |
γενική | του | δομόλιθου & δομολίθου |
των | δομόλιθων & δομολίθων |
αιτιατική | τον | δομόλιθο | τους | δομόλιθους & δομολίθους |
κλητική | δομόλιθε | δομόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δομόλιθος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) (μεγάλος) λίθος που χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό
- ※ Τόσο η εξωτερική παρειά της λιθοδομής των ακροβάθρων όσο και οι θολίτες του κεντρικού τόξου είναι κατασκευασμένα από καλά λαξευμένους πώρινους δομόλιθους. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
δομόλιθος
|