Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δομόλιθος οι δομόλιθοι
      γενική του δομόλιθου
δομολίθου
των δομόλιθων
δομολίθων
    αιτιατική τον δομόλιθο τους δομόλιθους
δομολίθους
     κλητική δομόλιθε δομόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δομόλιθος < δόμος + -ο- + λίθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δομόλιθος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία