ανθοκήπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανθοκήπιο | τα | ανθοκήπια |
γενική | του | ανθοκήπιου & ανθοκηπίου |
των | ανθοκήπιων & ανθοκηπίων |
αιτιατική | το | ανθοκήπιο | τα | ανθοκήπια |
κλητική | ανθοκήπιο | ανθοκήπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανθοκήπιο < καθαρεύουσα ἀνθοκήπιον < ανθόκηπος + υποκοριστικό επίθημα -ιον κατά το θερμοκήπιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθοκήπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθοκήπιο
|