↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμυλοσάκχαρο τα αμυλοσάκχαρα
      γενική του αμυλοσάκχαρου
αμυλοσακχάρου
των αμυλοσάκχαρων
αμυλοσακχάρων
    αιτιατική το αμυλοσάκχαρο τα αμυλοσάκχαρα
     κλητική αμυλοσάκχαρο αμυλοσάκχαρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμυλοσάκχαρο < αμυλο- + σάκχαρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμυλοσάκχαρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία