↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιομηχανοστάσιο τα βιομηχανοστάσια
      γενική του βιομηχανοστάσιου
βιομηχανοστασίου
των βιομηχανοστάσιων
βιομηχανοστασίων
    αιτιατική το βιομηχανοστάσιο τα βιομηχανοστάσια
     κλητική βιομηχανοστάσιο βιομηχανοστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιομηχανοστάσιο < βιομηχανία + -o- + -στάσιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιομηχανοστάσιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία