αμίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμίδιο | τα | αμίδια |
γενική | του | αμίδιου & αμιδίου |
των | αμίδιων & αμιδίων |
αιτιατική | το | αμίδιο | τα | αμίδια |
κλητική | αμίδιο | αμίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική amide < ammonia + -ide (< λατινική -idus) < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈmi.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μί‐δι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμίδιο ουδέτερο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση που περιέχει την ομάδα αμίδης (–CONH₂), η οποία αποτελείται από έναν καρβονυλικό δεσμό (C=O) συνδεδεμένο με μία αμινομάδα (–NH₂). Τα αμίδια μπορούν να προκύψουν από την αντίδραση ενός καρβοξυλικού οξέος με μια αμίνη ή με την αντικατάσταση του υδροξυλίου ενός καρβοξυλικού οξέος με μία αμινομάδα.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αμίδιο στη Βικιπαίδεια