↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανόδιο τα ανόδια
      γενική του ανόδιου
ανοδίου
των ανόδιων
ανοδίων
    αιτιατική το ανόδιο τα ανόδια
     κλητική ανόδιο ανόδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανόδιο < άνοδ(ος) + -ιο[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈno.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νό‐δι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανόδιο ουδέτερο

  • (ηλεκτρολογία) Ηλεκτρόδιο, ενός στοιχείου ή άλλης ηλεκτρικά πολωμένης συσκευής, μέσω του οποίου ένα θετικό ρεύμα ηλεκτρικής ενέργειας ρέει προς τα μέσα (και συνεπώς, τα ηλεκτρόνια ρέουν προς τα έξω). Μπορεί να έχει είτε αρνητική είτε θετική τάση.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανόδιοΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας