ανόδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανόδιο | τα | ανόδια |
γενική | του | ανόδιου & ανοδίου |
των | ανόδιων & ανοδίων |
αιτιατική | το | ανόδιο | τα | ανόδια |
κλητική | ανόδιο | ανόδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈno.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νό‐δι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανόδιο ουδέτερο
- (ηλεκτρολογία) Ηλεκτρόδιο, ενός στοιχείου ή άλλης ηλεκτρικά πολωμένης συσκευής, μέσω του οποίου ένα θετικό ρεύμα ηλεκτρικής ενέργειας ρέει προς τα μέσα (και συνεπώς, τα ηλεκτρόνια ρέουν προς τα έξω). Μπορεί να έχει είτε αρνητική είτε θετική τάση.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανόδιο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανόδιο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας