ακροκιβώτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακροκιβώτιο | τα | ακροκιβώτια |
γενική | του | ακροκιβώτιου & ακροκιβωτίου |
των | ακροκιβώτιων & ακροκιβωτίων |
αιτιατική | το | ακροκιβώτιο | τα | ακροκιβώτια |
κλητική | ακροκιβώτιο | ακροκιβώτια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακροκιβώτιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) κιβώτιο ή κατασκευή στα οποία καταλήγουν καλώδια (ρεύματος ή άλλα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακροκιβώτιο