Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακροκιβώτιο τα ακροκιβώτια
      γενική του ακροκιβώτιου
ακροκιβωτίου
των ακροκιβώτιων
ακροκιβωτίων
    αιτιατική το ακροκιβώτιο τα ακροκιβώτια
     κλητική ακροκιβώτιο ακροκιβώτια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροκιβώτιο < άκρο + -ο- + κιβώτιο ({{μτφδ|fr|el|termination]] [[box|text=1}})

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροκιβώτιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία