Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλκάνιο τα αλκάνια
      γενική του αλκάνιου
αλκανίου
των αλκάνιων
αλκανίων
    αιτιατική το αλκάνιο τα αλκάνια
     κλητική αλκάνιο αλκάνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλκάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική alkane < γερμανική Alkan < Alkohol < μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl: αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl: δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλκάνιο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία