αλκάνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλκάνιο | τα | αλκάνια |
γενική | του | αλκάνιου & αλκανίου |
των | αλκάνιων & αλκανίων |
αιτιατική | το | αλκάνιο | τα | αλκάνια |
κλητική | αλκάνιο | αλκάνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλκάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική alkane < γερμανική Alkan < Alkohol < μεσαιωνική λατινική alkohol < αραβική اَلْكُحْل (al-kuḥl: αντιμόνιο) ή αραβική غول (ḡūl: δαίμονας της ερήμου, άσχημη επίδραση, πονοκέφαλος, καταστροφή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλκάνιο ουδέτερο
- κατηγορία χημικών ενώσεων (CnH2n+2), κορεσμένος αλειφατικός υδρογονάνθρακας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αλκάνιο στη Βικιπαίδεια