αρχαιοβακτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρχαιοβακτήριο | τα | αρχαιοβακτήρια |
γενική | του | αρχαιοβακτήριου & αρχαιοβακτηρίου |
των | αρχαιοβακτήριων & αρχαιοβακτηρίων |
αιτιατική | το | αρχαιοβακτήριο | τα | αρχαιοβακτήρια |
κλητική | αρχαιοβακτήριο | αρχαιοβακτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρχαιοβακτήριο < αγγλική archaebacterium < αρχαία ελληνική ἀρχαῖος + βακτήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχαιοβακτήριο ουδέτερο
- (βιολογία) μονοκύτταρος προκαρυωτικός οργανισμός που αναπτύσσονται ακόμα και σε ακραίες συνθήκες θερμοκρασίας, οξύτητας και αλατότητας
- Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της νέας μελέτης, οι πληθυσμοί του συγκεκριμένου αρχαιοβακτηρίου πολλαπλασιάστηκαν ξαφνικά σε εκρηκτικό βαθμό εκείνη την περίοδο αλλάζοντας, με την άφθονη παραγωγή μεθανίου, δραματικά το κλίμα και τη χημεία των ωκεανών. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρχαιοβακτήριο