Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκαρυωτικός η προκαρυωτική το προκαρυωτικό
      γενική του προκαρυωτικού της προκαρυωτικής του προκαρυωτικού
    αιτιατική τον προκαρυωτικό την προκαρυωτική το προκαρυωτικό
     κλητική προκαρυωτικέ προκαρυωτική προκαρυωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκαρυωτικοί οι προκαρυωτικές τα προκαρυωτικά
      γενική των προκαρυωτικών των προκαρυωτικών των προκαρυωτικών
    αιτιατική τους προκαρυωτικούς τις προκαρυωτικές τα προκαρυωτικά
     κλητική προκαρυωτικοί προκαρυωτικές προκαρυωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκαρυωτικός < προ- + κάρυο + -ωτικός (< -ώνω + -ικός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

προκαρυωτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

  • ευκαρυωτικός, οργανισμός αποτελούμενος από κύτταρα που έχουν σχηματισμένο πυρήνα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κάρυο

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία