προκαρυωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκαρυωτικός < προ- + κάρυο + -ωτικός (< -ώνω + -ικός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
προκαρυωτικός, -ή, -ό
Αντώνυμα επεξεργασία
- ευκαρυωτικός, οργανισμός αποτελούμενος από κύτταρα που έχουν σχηματισμένο πυρήνα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κάρυο
Εκφράσεις επεξεργασία
- προκαρυωτικός οργανισμός: μονοκύτταρος οργανισμός με κύτταρα χωρίς μεμβρανικό πυρήνα (είναι κυρίως τα βακτήρια, τα οποία συμπεριλαμβάνουν και τα κυανοφύκη, τους ακτινομύκητες και το μυκόπλασμα).
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκαρυωτικός