Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλατότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλατότητ
α
οι
αλατότητ
ες
γενική
της
αλατότητ
ας
των
αλατοτήτ
ων
αιτιατική
την
αλατότητ
α
τις
αλατότητ
ες
κλητική
αλατότητ
α
αλατότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλατότητα
<
άλατα
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλατότητα
θηλυκό
η
ποσότητα
των
αλάτων
στη
θάλασσα
ή το
έδαφος
Συνώνυμα
επεξεργασία
αλμυρότητα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αγωγιμότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλατότητα
γαλλικά
:
salinité
(fr)