αεριόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αεριόμετρο | τα | αεριόμετρα |
γενική | του | αεριόμετρου & αεριομέτρου |
των | αεριόμετρων & αεριομέτρων |
αιτιατική | το | αεριόμετρο | τα | αεριόμετρα |
κλητική | αεριόμετρο | αεριόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααεριόμετρο ουδέτερο
- (χημεία) όργανο ή συσκευή με τα οποία μετράμε τη μάζα ή την πυκνότητα ενός αερίου
- (χημεία) (παρωχημένο) γκαζόμετρο