αγροκαύσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγροκαύσιμο | τα | αγροκαύσιμα |
γενική | του | αγροκαύσιμου & αγροκαυσίμου |
των | αγροκαύσιμων & αγροκαυσίμων |
αιτιατική | το | αγροκαύσιμο | τα | αγροκαύσιμα |
κλητική | αγροκαύσιμο | αγροκαύσιμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣɾoˈkaf.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐καύ‐σι‐μο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγροκαύσιμο ουδέτερο
- (νεολογισμός) καύσιμα που παράγονται μέσω καλλιεργειών
- ※ Η μη κυβερνητική οργάνωση ActionAid κατήγγειλε σήμερα ότι το σχέδιο παραγωγής αγροκαυσίμων στη Σιέρα Λεόνε, του ελβετικού ομίλου Addax, με στόχο την εξαγωγή αιθανόλης προς την ΕΕ από το 2014 και με την οικονομική υποστήριξη πέντε χωρών μελών της, υφαρπάζει τους τοπικούς πόρους και εξωθεί τον τοπικό πληθυσμό στη φτώχεια. (Η ActionAid καταγγέλλει σχέδιο παραγωγής αγροκαυσίμων στη Σιέρα Λεόνε με τη στήριξη της ΕΕ, Ελευθεροτυπία, 4 Σεπτεμβρίου 2013)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγροκαύσιμο
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr