Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγροκαύσιμο τα αγροκαύσιμα
      γενική του αγροκαύσιμου
αγροκαυσίμου
των αγροκαύσιμων
αγροκαυσίμων
    αιτιατική το αγροκαύσιμο τα αγροκαύσιμα
     κλητική αγροκαύσιμο αγροκαύσιμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγροκαύσιμο < αγρο- + καύσιμο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣɾoˈkaf.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρο‐καύ‐σι‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγροκαύσιμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr