αντιμίνσιο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντιμίνσιο | τα | αντιμίνσια |
γενική | του | αντιμίνσιου & αντιμινσίου |
των | αντιμίνσιων & αντιμινσίων |
αιτιατική | το | αντιμίνσιο | τα | αντιμίνσια |
κλητική | αντιμίνσιο | αντιμίνσια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντιμίνσιο < μεσαιωνική ελληνική ἀντιμήνσιον / ἀντιμίνσιον < ἀντί- + λατινική mensa
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αντιμίνσιο ουδέτερο
Δείτε επίσης Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αντιμίνσιο
|