Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεώφωνο τα γεώφωνα
      γενική του γεώφωνου
γεωφώνου
των γεώφωνων
γεωφώνων
    αιτιατική το γεώφωνο τα γεώφωνα
     κλητική γεώφωνο γεώφωνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεώφωνο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεώφωνο ουδέτερο

  • όργανο μέτρησης μηχανικών δονήσεων των στερεών σωμάτων, το οποίο μετατρέπει τις μηχανικές διακυμάνσεις σε ηλεκτρικές, αναπαράγει δηλαδή τη μορφή τους σε ηλεκτρικό σήμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία