Δείτε επίσης: Αλλούβιο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλλούβιο τα αλλούβια
      γενική του αλλούβιου
αλλουβίου
των αλλούβιων
αλλουβίων
    αιτιατική το αλλούβιο τα αλλούβια
     κλητική αλλούβιο αλλούβια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αλλούβιο στις αλλουβιακές αποθέσεις του Αμαζόνιου, Βραζιλία.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλούβιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀλλούβιον (Ἀλλούβιον) < σημασία, όπως: (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική alluvium (πλημμύρα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈlu.vi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐λού‐βι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλούβιο ουδέτερο

  1. (γεωλογία) υλικό (άμμος, πέτρωμα ή χώμα) προσχώσεων ή αποθέσεων φερτών υλικών από τη ροή του νερού στους ποταμούς
  2. για τη γεωλογική εποχή → δείτε τον όρο Αλλούβιο (ουδέτερο) ή Αλλούβια Εποχή

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία