Δείτε επίσης: Αλλούβιο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλλούβιο τα αλλούβια
      γενική του αλλούβιου
& αλλουβίου
των αλλούβιων
& αλλουβίων
    αιτιατική το αλλούβιο τα αλλούβια
     κλητική αλλούβιο αλλούβια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αλλούβιο στις αλλουβιακές αποθέσεις του Αμαζόνιου, Βραζιλία.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλλούβιο ουδέτερο

  1. (γεωλογία) υλικό (άμμος, πέτρωμα ή χώμα) προσχώσεων ή αποθέσεων φερτών υλικών από τη ροή του νερού στους ποταμούς
  2. για τη γεωλογική εποχή  δείτε τον όρο Αλλούβιο (ουδέτερο) ή Αλλούβια Εποχή

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία