αλλούβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλλούβιος | η | αλλούβια & αλλούβιος |
το | αλλούβιο |
γενική | του | αλλούβιου & αλλουβίου |
της | αλλούβιας & αλλουβίου |
του | αλλούβιου & αλλουβίου |
αιτιατική | τον | αλλούβιο | την | αλλούβια & αλλούβιο |
το | αλλούβιο |
κλητική | αλλούβιε | αλλούβια & αλλούβιε |
αλλούβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλλούβιοι | οι | αλλούβιες & αλλούβιοι |
τα | αλλούβια |
γενική | των | αλλούβιων & αλλουβίων |
των | αλλούβιων & αλλουβίων |
των | αλλούβιων & αλλουβίων |
αιτιατική | τους | αλλούβιους & αλλουβίους |
τις | αλλούβιες & αλλουβίους |
τα | αλλούβια |
κλητική | αλλούβιοι | αλλούβιες & αλλούβιοι |
αλλούβια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλλούβιος < (λόγιο δάνειο) λατινική alluvius → δείτε και το αγγλικό alluvial
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈlu.vi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λού‐βι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίααλλούβιος, -α/ος, -o [1]
- (γεωλογία) που σχετίζεται με το αλλούβιο
- ↪ αλλούβιο υλικό προσχώματος, αλλούβια απόθεση
- (γεωλογία) που σχετίζεται με το Αλλούβιο, την Ολόκαινο ή Αλλούβια εποχή
Άλλες γραφές
επεξεργασία- αλούβιος (απλοποιημένη ορθογραφία)
Συγγενικά
επεξεργασία- αλλουβιακός / αλουβιακός
- Αλλούβιος / Αλούβιος / Αλλούβια Εποχή θηλυκά, Αλλούβιο ουδέτερο (γεωλογική εποχή)
→ και δείτε τη λέξη αλλούβιο (καθαρεύουσα): ἀλλούβιον
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αλλούβιος, -ος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
ΣτΕ: Ο Γεωργακάς δίνει τύπους -ος, -ος για το αρσενικό και θηλυκό, χωρίς ουδέτερο, και χωρίς τύπο -α για το θηλυκό.