Δείτε επίσης: αλλούβιο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Αλλούβιο
      γενική του Αλλούβιου
Αλλουβίου
    αιτιατική το Αλλούβιο
     κλητική Αλλούβιο
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλλούβιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀλλούβιον

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλλούβιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία