ἀλλούβιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀλλούβιον | τὰ | ἀλλούβια | ||||
γενική | τοῦ | ἀλλουβίου | τῶν | ἀλλουβίων | ||||
δοτική | τῷ | ἀλλουβίῳ | τοῖς | ἀλλουβίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀλλούβιον | τὰ | ἀλλούβια | ||||
κλητική ὦ! | ἀλλούβιον | ἀλλούβια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀλλούβιον < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική alluvium (πλημμύρα) < λατινική alluvius
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀλλούβιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το Αλλούβιο, η Αλλούβια Εποχή, → δείτε Ολόκαινο , η σύγχρονη γεωλογική εποχή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αλλούβιο (νέα ελληνικά)
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
ΣτΕ: Το λήμμα, με πεζό αρχικό γράμμα, όπως το ουδέτερο επίθετου, και όχι όπως γράφονται με αρχικό κεφαλαίο τα κύρια ονόματα (Ἀλλούβιον) για τις ονομασίες των γεωλογικών εποχών.- ※ «ἡ περίοδος τοῦ συγχρόνου γεωλογικοῦ αἰῶνος, τῆς ὁποίας οἱ σχηματισμοὶ (ἐπικλύσεις τῆς θαλάσσης, προσχώσεις τῶν ποταμῶν κττ.) τελοῦνται ὑπὸ τὰς ὄψεις ἡμῶν· ἄλλως, ὁλόκαινος περίοδος.»