alluvium
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
alluvium | alluviums / alluvia |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- alluvium < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική alluvium < λατινική alluvius [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- alluvium μεσαιωνικά λατινικά < λατινική alluvius (που τον έχει παρασύρει νερό) ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου alluvius alluv(ius) + -ium
Ουσιαστικό
επεξεργασία
alluvium (la)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- alluvium: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- alluvium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- alluvium - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)