Αλούβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αλούβιος | ||
γενική | της | Αλουβίου | ||
αιτιατική | την | Αλούβιο | ||
κλητική | Αλούβιε | |||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈlu.vi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λού‐βι‐ος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αλούβιος θηλυκό
- απλοποιημένη γραφή του Αλούβιος