αλούβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλούβιος | η | αλούβια & αλούβιος |
το | αλούβιο |
γενική | του | αλούβιου & αλουβίου |
της | αλούβιας & αλουβίου |
του | αλούβιου & αλουβίου |
αιτιατική | τον | αλούβιο | την | αλούβια & αλούβιο |
το | αλούβιο |
κλητική | αλούβιε | αλούβια & αλούβιε |
αλούβιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλούβιοι | οι | αλούβιες & αλούβιοι |
τα | αλούβια |
γενική | των | αλούβιων & αλουβίων |
των | αλούβιων & αλουβίων |
των | αλούβιων & αλουβίων |
αιτιατική | τους | αλούβιους & αλουβίους |
τις | αλούβιες & αλουβίους |
τα | αλούβια |
κλητική | αλούβιοι | αλούβιες & αλούβιοι |
αλούβια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈlu.vi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λού‐βι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίααλούβιος, -α/ος, -o
- απλοποιημένη γραφή του αλλούβιος
Πηγές
επεξεργασία- αλουβ- - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας