Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμοιβολόγιο τα αμοιβολόγια
      γενική του αμοιβολόγιου
αμοιβολογίου
των αμοιβολόγιων
αμοιβολογίων
    αιτιατική το αμοιβολόγιο τα αμοιβολόγια
     κλητική αμοιβολόγιο αμοιβολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμοιβολόγιο < αμοιβή + -ο- + -λόγιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμοιβολόγιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία