Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απουσιολόγιο τα απουσιολόγια
      γενική του απουσιολόγιου
απουσιολογίου
των απουσιολόγιων
απουσιολογίων
    αιτιατική το απουσιολόγιο τα απουσιολόγια
     κλητική απουσιολόγιο απουσιολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απουσιολόγιο < απουσι(α) + -ο- + -λόγιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απουσιολόγιο ουδέτερο

  • έντυπο / τετράδιο που χρησιμοποιείται για την καταγραφή των μαθητών που απουσιάζουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία