βαρυόνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαρυόνιο | τα | βαρυόνια |
γενική | του | βαρυόνιου & βαρυονίου |
των | βαρυόνιων & βαρυονίων |
αιτιατική | το | βαρυόνιο | τα | βαρυόνια |
κλητική | βαρυόνιο | βαρυόνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαρυόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική baryon < αρχαία ελληνική βαρύς
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαρυόνιο ουδέτερο
- (στοιχειώδες σωματίδιο) βαρύ υποατομικό σωματίδιο που δημιουργείται από τον συνδυασμό τριών κουάρκ
Υπερώνυμα επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βαρύς
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βαρυόνιο στη Βικιπαίδεια