βάριο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βάριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική barium < αρχαία ελληνική βαρύς
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάριο | τα | βάρια |
γενική | του | βαρίου & βάριου |
των | βαρίων & βάριων |
αιτιατική | το | βάριο | τα | βάρια |
κλητική | βάριο | βάρια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βάριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,33 και χημικό σύμβολο το Ba
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- βάριο στη Βικιπαίδεια