πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γάγγλιο τα γάγγλια
      γενική του γάγγλιου
& γαγγλίου
των γάγγλιων
& γαγγλίων
    αιτιατική το γάγγλιο τα γάγγλια
     κλητική γάγγλιο γάγγλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γάγγλιο στον καρπό

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γάγγλιο ουδέτερο

  1. (ανατομία) ανατομικό νευρικό στοιχείο
  2. (ιατρική) καλόηθες ογκίδιο

Εκφράσεις

επεξεργασία

(ιατρική)

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία