Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραβδωτό ουδέτερο

  1. (ιατρική) → δείτε τη λέξη ραβδωτό σώμα
  2. (ανατομία, εγκέφαλος) τμήμα των βασικών γαγγλίων, που συμμετέχει στην επιβράβευση και τον μυϊκό συντονισμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ραβδωτό