πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ογκίδιο τα ογκίδια
      γενική του ογκίδιου
& ογκιδίου
των ογκίδιων
& ογκιδίων
    αιτιατική το ογκίδιο τα ογκίδια
     κλητική ογκίδιο ογκίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ογκίδιο < υποκοριστικό του όγκος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ογκίδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία