Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γνήσιο (της) υπογραφής τα γνήσια (της) υπογραφής
      γενική του γνησίου / γνήσιου (της) υπογραφής των γνησίων / γνήσιων (της) υπογραφής
    αιτιατική το γνήσιο (της) υπογραφής τα γνήσια (της) υπογραφής
     κλητική γνήσιο (της) υπογραφής γνήσια (της) υπογραφής
Λόγιες γενικές «γνησίου», «γνησίων».
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνήσιο υπογραφής < ουδέτερο γνήσιο του γνήσιος της υπογραφής

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

γνήσιο υπογραφής ουδέτερο

  • (νομικός όρος) η βεβαίωση από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ότι κάποια συγκεκριμένη υπογραφή σε ένα έγγραφο έχει τεθεί από συγκεκριμένο άνθρωπο
    ※  Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του N.2690/99 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ.45/τ.Α΄/9-3-1999), όπως συμπληρώθηκαν από αυτές των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 16 του Ν.3345/2005 (Φ.Ε.Κ.138/τ.Α΄/16-6-2005). (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία