↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναγνωσματάριο τα αναγνωσματάρια
      γενική του αναγνωσματάριου
αναγνωσματαρίου
των αναγνωσματάριων
αναγνωσματαρίων
    αιτιατική το αναγνωσματάριο τα αναγνωσματάρια
     κλητική αναγνωσματάριο αναγνωσματάρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναγνωσματάριο < αναγνώσματ(ος) + -άριο, (καθαρεύουσα) ἀναγνωσματάριον [1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.ɣno.zmaˈta.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐γνω‐σμα‐τά‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναγνωσματάριο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία