Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγωγόσημο τα αγωγόσημα
      γενική του αγωγόσημου
αγωγοσήμου
των αγωγόσημων
αγωγοσήμων
    αιτιατική το αγωγόσημο τα αγωγόσημα
     κλητική αγωγόσημο αγωγόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγωγόσημο < (καθαρεύουσα) ἀγωγόσημον, αγωγή + σήμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγωγόσημο ουδέτερο

  • (νομικός όρος) ειδικό τέλος επί του αντικειμένου της δίκης, υπαγόμενο στην κατηγορία των δικαστικών εξόδων, που καταλογίζεται σε βάρος του ηττημένου διαδίκου

  Μεταφράσεις επεξεργασία