αρθροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρθροσκόπιο | τα | αρθροσκόπια |
γενική | του | αρθροσκόπιου & αρθροσκοπίου |
των | αρθροσκόπιων & αρθροσκοπίων |
αιτιατική | το | αρθροσκόπιο | τα | αρθροσκόπια |
κλητική | αρθροσκόπιο | αρθροσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρθροσκόπιο ουδέτερο
- (ιατρική) όργανο ή συσκευή που συμβάλλει στην αρθροσκόπηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρθροσκόπιο
|