Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρθροσκόπηση οι αρθροσκοπήσεις
      γενική της αρθροσκόπησης* των αρθροσκοπήσεων
    αιτιατική την αρθροσκόπηση τις αρθροσκοπήσεις
     κλητική αρθροσκόπηση αρθροσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρθροσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρθροσκόπηση < αρχαία ελληνική ἄρθρον (άρθρωση) + σκοπέω (εξετάζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρθροσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία