Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρθροσκοπικός η αρθροσκοπική το αρθροσκοπικό
      γενική του αρθροσκοπικού της αρθροσκοπικής του αρθροσκοπικού
    αιτιατική τον αρθροσκοπικό την αρθροσκοπική το αρθροσκοπικό
     κλητική αρθροσκοπικέ αρθροσκοπική αρθροσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρθροσκοπικοί οι αρθροσκοπικές τα αρθροσκοπικά
      γενική των αρθροσκοπικών των αρθροσκοπικών των αρθροσκοπικών
    αιτιατική τους αρθροσκοπικούς τις αρθροσκοπικές τα αρθροσκοπικά
     κλητική αρθροσκοπικοί αρθροσκοπικές αρθροσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρθροσκοπικός < αρθροσκόπηση / αρθροσκόπιο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αρθροσκοπικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία