αρθροσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρθροσκοπικός < αρθροσκόπηση / αρθροσκόπιο + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααρθροσκοπικός
- που έχει σχέση με την αρθροσκόπηση ή το αρθροσκόπιο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αρθροσκόπηση, άρθρο και σκοπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρθροσκοπικός
|