↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμμόμετρο τα αμμόμετρα
      γενική του αμμόμετρου
αμμομέτρου
των αμμόμετρων
αμμομέτρων
    αιτιατική το αμμόμετρο τα αμμόμετρα
     κλητική αμμόμετρο αμμόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμμόμετρο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμμόμετρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία