πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απομονωτήριο τα απομονωτήρια
      γενική του απομονωτήριου
& απομονωτηρίου
των απομονωτήριων
& απομονωτηρίων
    αιτιατική το απομονωτήριο τα απομονωτήρια
     κλητική απομονωτήριο απομονωτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απομονωτήριο ουδέτερο

  1. χώρος (σε φυλακές, νοσοκομεία κ.α.) όπου ακούσια απομονώνουν κάποιους
  2. χώρος όπου εκούσια απομονώνεται κάποιος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία