↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απομονωτήριο τα απομονωτήρια
      γενική του απομονωτήριου
απομονωτηρίου
των απομονωτήριων
απομονωτηρίων
    αιτιατική το απομονωτήριο τα απομονωτήρια
     κλητική απομονωτήριο απομονωτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απομονωτήριο < απομονώ(νω) + -τήριο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lieu d'isolement[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απομονωτήριο ουδέτερο

  1. χώρος (σε φυλακές, νοσοκομεία κ.α.) όπου ακούσια απομονώνουν κάποιους
  2. χώρος όπου εκούσια απομονώνεται κάποιος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία