Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δέκαθλο τα δέκαθλα
      γενική του δέκαθλου
δεκάθλου
των δέκαθλων
δεκάθλων
    αιτιατική το δέκαθλο τα δέκαθλα
     κλητική δέκαθλο δέκαθλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέκαθλο < (λόγιο δάνειο) γαλλική décathlon[1] < δέκα + άθλον κατά το πένταθλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέκαθλο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία