↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πένταθλον τὰ πένταθλ
      γενική τοῦ πεντάθλου τῶν πεντάθλων
      δοτική τῷ πεντάθλ τοῖς πεντάθλοις
    αιτιατική τὸ πένταθλον τὰ πένταθλ
     κλητική ! πένταθλον πένταθλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεντάθλω
γεν-δοτ τοῖν  πεντάθλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πένταθλον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πένταθλον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)