πένταθλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πένταθλο | τα | πένταθλα |
γενική | του | πένταθλου & πεντάθλου |
των | πένταθλων & πεντάθλων |
αιτιατική | το | πένταθλο | τα | πένταθλα |
κλητική | πένταθλο | πένταθλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πένταθλο < αρχαία ελληνική πένταθλον ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pentathlon ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pentathlon)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπένταθλο ουδέτερο
- (αθλητισμός, ιστορία) αγώνισμα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων που διαρκούσε μια μέρα και περιλάμβανε τα επιμέρους αγωνίσματα άλμα εις μήκος, ακοντισμό, δισκοβολία, στάδιον (αγώνας ταχύτητας) και πάλη
- (αθλητισμός) άθλημα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων που περιλαμβάνει τα επιμέρους αγωνίσματα κολύμβηση, ιππασία (ποδηλασία από το 2024), ξιφασκία, σκοποβολή και τρέξιμο
Συγγενικά
επεξεργασία- πενταθλητής
- πενταθλητικός
- πενταθλήτρια
- → δείτε τις λέξεις πέντε, αθλητής και άθλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πένταθλο
Πηγές
επεξεργασία- πένταθλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πένταθλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πένταθλο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)