Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πένταθλο τα πένταθλα
      γενική του πένταθλου
πεντάθλου
των πένταθλων
πεντάθλων
    αιτιατική το πένταθλο τα πένταθλα
     κλητική πένταθλο πένταθλα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πένταθλο < αρχαία ελληνική πένταθλον ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pentathlon ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pentathlon)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πένταθλο ουδέτερο

  1. (αθλητισμός, ιστορία) αγώνισμα των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων που διαρκούσε μια μέρα και περιλάμβανε τα επιμέρους αγωνίσματα άλμα εις μήκος, ακοντισμό, δισκοβολία, στάδιον (αγώνας ταχύτητας) και πάλη
  2. (αθλητισμός) άθλημα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων που περιλαμβάνει τα επιμέρους αγωνίσματα κολύμβηση, ιππασία (ποδηλασία από το 2024), ξιφασκία, σκοποβολή και τρέξιμο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία