ποδηλασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.ði.laˈsi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποδηλασία θηλυκό
- η μετακίνηση με ποδήλατο
- (αθλητισμός) αγώνισμα ταχύτητας με ποδήλατα