πενταθλητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πενταθλητικός < ελληνιστική κοινή πενταθλητικός < αρχαία ελληνική πένταθλον
Επίθετο
επεξεργασίαπενταθλητικός
- που έχει σχέση με τον πενταθλητή ή το πένταθλο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πενταθλητικός
|